ΙΣΤΟΡΙΑ Γ΄: 29. Στο νησί του Ήλιου, στο νησί της Καλυψώς και στο νησί των Φαιάκων


Uploaded on authorSTREAM by iliasili

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

4. Στο νησί του Ήλιου, στο νησί της Καλυψώς και στο νησί των Φαιάκων

       Μετά από μέρες έφτασαν στο νησί του θεού Ήλιου. Εκεί έβοσκαν τα παχιά βόδια του θεού. Ο Οδυσσέας θυμήθηκε τα λόγια του μάντη Τειρεσία και ζήτησε από τους συντρόφους του να φύγουν αμέσως από το νησί. Εκείνοι ήταν κουρασμένοι και δε δέχτηκαν. Κάποια στιγμή που τους τέλειωσαν τα τρόφιμα κι ο Οδυσσέας κοιμόταν, έσφαξαν μερικά βόδια και τα έψησαν. Όταν ξύπνησε ο Οδυσσέας, τρόμαξε και τους πήρε κι έφυγαν αμέσως από το νησί. Όμως ο Δίας έστειλε άγρια καταιγίδα και θεόρατα κύματα. Ένα αστροπελέκι χτύπησε το καράβι. Πνίγηκαν όλοι εκτός από τον Οδυσσέα, που πιασμένος από ένα ξύλο πάλεψε μερόνυχτα με τα κύματα.
      Τελικά τα κύματα τον έβγαλαν στο νησί της Καλυψώς. Η θεά τον πήρε στη σπηλιά της, τον φρόντισε, όμως δεν τον άφηνε να φύγει. Επτά χρόνια τον κράτησε κοντά της. Η Αθηνά τον λυπήθηκε και παρακάλεσε το Δία να τον βοηθήσει να επιστρέψει στην πατρίδα του , που τόσο νοσταλγούσε. Ο Δίας έστειλε στην Καλυψώ τον Ερμή  και τη διέταξε να τον αφήσει πια να φύγει.
Η Καλυψώ τότε τον βοήθησε να φτιάξει μια σχεδία κι ο Οδυσσέας ανοίχτηκε στο πέλαγος. Μετά από δεκαεφτά μέρες, ενώ κόντευε να φτάσει στην Ιθάκη, τον είδε ο Ποσειδώνας. Σήκωσε τεράστια κύματα, που διέλυσαν τη σχεδία. Ο Οδυσσέας κολύμπησε δυο μέρες και δυο νύχτες μέχρι που τον βοήθησε η νεράιδα Λευκοθέα και η Αθηνά να βγει σε μια παραλία.
Είχε φτάσει  στο νησί των Φαιάκων. Έφτιαξε ένα στρώμα από φύλλα ξάπλωσε κάτω από μια ελιά και κοιμήθηκε. Τον ξύπνησαν χαρούμενες κοριτσίστικες φωνές. Ήταν η κόρη του  βασιλιά, η Ναυσικά, με τις φίλες της, που πήγαν να πλύνουν στο ποτάμι και μετά άρχισαν να παίζουν τόπι.
Η Ναυσικά οδήγησε τον Οδυσσέα στο παλάτι του Αλκίνοου, όπου τον φιλοξένησαν.
Όταν έτρωγαν, ο Οδυσσέας τους  είπε ποιος ήταν και διηγήθηκε τις περιπέτειές του.
Την άλλη μέρα οι Φαίακες ετοίμασαν καράβι και ξεκίνησαν το απόγευμα για την Ιθάκη. Τα χαράματα έφτασαν στο νησί. Ο Οδυσσέας κουρασμένος κοιμόταν και οι  ναύτες  τον άφησαν κοιμισμένο στην παραλία με τα δώρα που του είχαν χαρίσει κι έφυγαν.